- λογάδην
- (Α λογάδην)επίρρ. κατ' εκλογή, κατ' επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῑς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ.θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λογάς, -άδος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. δρομ-άδην, νομ-άδην)].
Dictionary of Greek. 2013.